- ρυθμιστής
- ο / ῥυθμιστής, ΝΜΑ [ῥυθμίζω]αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι (α. «τών πάντων / γνώστης, εσύ ρυθμιστής», Παλαμ.β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῡτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.)νεοελλ.1. αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας κατάστασης, μιας διαδικασίας, μιας ενέργειας, ενός φαινομένου («το μικρό αυτό κόμμα, με τους λίγους βουλευτές του, έγινε ρυθμιστής τής κατάστασης»)2. τεχνολ. διάταξη ικανή να διατηρεί πρακτικώς σταθερό ή να μεταβάλλει σύμφωνα με τις προδιαγραφές ένα μέγεθος μηχανικής ή άλλης λειτουργίας, όπως λ.χ. ταχύτητας, ισχύος, ρεύματος, τάσης, συχνότητας, πίεσης, παροχής3. στρ. ο ρυθμιστήρας4. ναυτ. πλοίο από τη σχετική θέση τού οποίου κανονίζονται οι σχηματισμοί ή και οι μετακινήσεις όλου τού στόλου5. (ιδίως στις ατμομηχανές) στρόφιγγα ή δικλείδα που κανονίζει τη μετάβαση τού ατμού διά μέσου τού ατμαγωγού σωλήνα στον ατμοσύρτη και μέσα από αυτόν στον κύλινδρο, αλλ. ατμοφράκτης6. φρ. α) «ρυθμιστής τού πολιτεύματος» — ο ανώτατος άρχων μιας συντεταγμένης πολιτείαςβ) «ρυθμιστής τάσης»(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική ή ηλεκτρονική διάταξη η οποία διατηρεί την τάση μιας ηλεκτρικής πηγής μέσα σε προκαθορισμένα όρια.
Dictionary of Greek. 2013.